- θαρσαλέοις
- θαρσαλέοςdaringmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομαδώ — ὁμαδῶ, έω (Α) [όμαδος] 1. (για πλήθος συγκεντρωμένων ανθρώπων που μιλούν όλοι μαζί) κάνω θόρυβο, προκαλώ οχλαγωγία («μνηστῆρες δ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», Ομ. Οδ.) 2. αναφωνώ («οἱ δ ὁμάδησαν θαρσαλέοις ἐπέεσι», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek